εὐ-πηξία

εὐ-πηξία

εὐ-πηξία, , Festigkeit, Adamant. Physiogn. 2, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολλοειδοπηξία — η βιολ. στερέωση τών κολλοειδών χρωστικών από τα ιστιοκύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdopexie < colloϊdo (< colloide «κολλοειδής») + pexie (< νεολατ. pexia < πηξία < πήξις < πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • κολοπηξία — η ιατρ. η στερέωση τού κόλου στο πρόσθιο μέρος τού κοιλιακού τοιχώματος σε περιπτώσεις πτώσης του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colopexy < colo (< κόλον) + pexy (< πηξία < πῆξις)] …   Dictionary of Greek

  • κυτταροπηξία — η βιολ. λειτουργία ορισμένων οργάνων τού σώματος και κυρίως τού ήπατος κατά την οποία οι ιστοί τών οργάνων αυτών προσκολλούν μέσα τους φυσιολογικά ή παθολογικά κύτταρα, που φέρονται ώς αυτά με το αίμα, και τείνουν να τά καταστρέψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • νεφροπηξία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στη στερέωση τού νεφρού στη φυσιολογική θέση, σε περιπτώσεις επώδυνης νεφροπτωσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephropexy (< νεφρ[ο] * + πηξία < πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • ορχεοπηξία — η χειρουργική επέμβαση για στερέωση τού όρχεως στη φυσιολογική θέση του σε περιπτώσεις εκτοπίας τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orchiopexy < όρχις (II) + πηξία (< πήξις < πήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • σπληνοπηξία — η, Ν ιατρ. χειρουργική καθήλωση τής σπλήνας με συρραφή της πάνω στον κοιλιακό μυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenopexie (< σπλήνα + πηξία < πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • τραχηλοπηξία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική σταθεροποίηση τού τραχήλου τής μήτρας στη φυσιολογική θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + πηξία (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»)] …   Dictionary of Greek

  • τυφλοπηξία — η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση με την οποία σταθεροποιείται το τυφλό έντερο στην κοιλιακή κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typhlopexie (< τυφλό[ς] + πηξία < πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • υστερ(ο)- — / ὑστερ(ο) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο: α) προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία εκείνου που γίνεται ή αρχίζει αργότερα, ύστερα (πρβλ. υστερο γενής, υστερο γραφος, υστερο φημία βλ. και λ. ύστερος) β) αποτελεί α… …   Dictionary of Greek

  • υστεροπηξία — η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην επανατοποθέτηση και στερέωση τής μήτρας σε φυσιολογική θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysteropexie < υστέρα «μήτρα» + πηξία (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ωοθηκοπηξία — η, Ν ιατρ. η χειρουργική στερέωση τών ωοθηκών στην φυσιολογική τους θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθήκη + πηξία (< πήξη + ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”