- εὐ-ποιΐα
εὐ-ποιΐα, ἡ, das Wohlthun, die Wohlthätigkeit, Luc. Abdic. 25 u. a. Sp., wie Alciphr. 1, 10; Arr. An. 7, 28, 8; D. L. 10, 10; im plur. Wohlthaten, Hierocl. Stob. fl. 84, 20, Poll. 5, 140 verwirft das Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ποιΐα, ἡ, das Wohlthun, die Wohlthätigkeit, Luc. Abdic. 25 u. a. Sp., wie Alciphr. 1, 10; Arr. An. 7, 28, 8; D. L. 10, 10; im plur. Wohlthaten, Hierocl. Stob. fl. 84, 20, Poll. 5, 140 verwirft das Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιίας — ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem acc pl ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιίαν — ποιίᾱν , ποιία pour a libation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
ιματιοποιία — ἱματιοποιΐα, ἡ (Α) κατασκευή υφασμάτων και ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ποιΐα (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζυθο ποιία, ποτο ποιία] … Dictionary of Greek
καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] … Dictionary of Greek
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek
καταστιχοποιία — η η κατασκευή ή η τέχνη τής κατασκευής καταστίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. πιλο ποιία, σαπωνο ποιία. Η λ. μαρτυρειται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κατοπτροποιία — η η κατασκευή κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιία (< ποιός < ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιία, ζυθο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek
κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek