εὐ-πλατής

εὐ-πλατής

εὐ-πλατής, ές, sehr breit, λόγχαι Xen. Cyn. 10, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάτης — πλάτη flat fem gen sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτης — ου και πλάτας, α, ὁ, Α το επίπεδο ὁπου οικοδομούνται τάφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού επιθ. πλατύς*, με κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • πλάτεα — πλάτης platform masc acc sg (epic ionic) πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτου — πλάτης platform masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτα — πλάτᾱ , πλάτη flat fem nom/voc/acc dual πλάτᾱ , πλάτη flat fem nom/voc sg (doric aeolic) πλάτᾱ , πλάτης platform masc nom/voc/acc dual πλάτης platform masc voc sg πλάτᾱ , πλάτης platform masc gen sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπλατής — εὐπλατής, ές (Α) αυτός που έχει καλό, κανονικό πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλατής (< πλάτος), πρβλ. α πλατής, ομοιο πλατής] …   Dictionary of Greek

  • ισοπλατής — ες (Α ἰσοπλατής, ές) ίσος κατά το πλάτος με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ετερο πλατής, ομοιο πλατής] …   Dictionary of Greek

  • Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi …   Wikipedia

  • ετεροπλατής — ἑτεροπλατής, ές (Α) αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. α πλατής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπλατής — ὁμοιοπλατής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο πλάτος, ισοπλατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ισο πλατής] …   Dictionary of Greek

  • ξεπλάτισμα — το, ατος 1. το βγάλσιμο της πλάτης. 2. μτφ., υπερβολική κούραση της πλάτης ή των ώμων: Το σκάψιμο είναι σκέτο ξεπλάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”