- εὐ-πλυνής
εὐ-πλυνής, ές, ep. ἐϋπλυνής, wohl gewaschen, φᾶρος, Od. 8, 392. 425. 13, 67. 16, 173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πλυνής, ές, ep. ἐϋπλυνής, wohl gewaschen, φᾶρος, Od. 8, 392. 425. 13, 67. 16, 173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλύνῃς — πλύ̱νῃς , πλύνω Acut. (Sp.) aor subj act 2nd sg πλύ̱νῃς , πλύνω Acut. (Sp.) pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπλυνής — εὐπλυνής, ές (Α) αυτός που είναι ωραία, καθαρά πλυμένος, ο καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. νεο πλυνής] … Dictionary of Greek
νεοπλυνής — νεοπλυνής, ές (Α) νεόπλυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυνής (< πλύνω), πρβλ. ευ πλυνής] … Dictionary of Greek