εὐ-πορία

εὐ-πορία

εὐ-πορία, , der Zustand des εὔπορος (im eigtl. Sinne, leichter, bequemer Weg, wird es Empedocl. 253 u. Xen. An. 7, 6, 37 ὅτι πολλὴ ὑμῖν εὐπορία φαίνεται καὶ πλέετε ἔνϑα δὴ ἐπιϑυμεῖτε πάλαι erkl., Halbkart aber übersetzt frei, doch richtig: da sich euch die Aussicht eröffnet gut versorgt zu werden), Leichtigkeit Etwas zu thun; ναῦς γὰρ εὐπορία ἦν ποιεῖσϑαι αὐτόϑεν, man konnte dort leicht Schiffe bauen, Thuc. 4, 52; εὐπορία ἀνϑρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται Plat. Prot. 321 e, wie αἱ εἰς τὸν βίον εὐπορίαι, der Unterhalt, D. Hal.; ἡ εὐπορία ohne Zusatz = Lebensmittel, Zufuhr, Plut.; vgl. Poll. 1, 51. – Allgemeiner ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία, gegenseitige Unterstützung, Isocr. 6, 67; τῆς τύχης, Gunst des Schicksals, Thuc. 3, 45. Uebh. Vermögen, Wohlhabenheit, χρημάτων Xen. Hell. 4, 8, 28; Cyr. 3, 3, 7; Dem. u. a. Redner u. Sp., σταχύων ἄφϑονος εὐπ. Agath. 71 (XI, 365). Uebertr., vom Geist, der ἀμηχανία, ἀπορία entggstzt, wie εὐπορεῖν, Plat. Phil. 15 c; Arist. oft, z. B. Metaph. 2, 1, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορία — η, Ν βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, οι οποίοι αναπτύσσονται σε νεκρούς κλάδους δέντρων, στον φλοιό, σε πρέμνα ή και στο ξύλο υγιών δέντρων προκαλώντας τη σήψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poria (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • ποριά — η, Ν βλ. πορειά …   Dictionary of Greek

  • ποριά — η πέρασμα, διάβαση, πόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόρια — πόριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπορία — ἰσοπορία, ἡ (Μ) ισοδυναμία, ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πορία (< πορος < πόρος), πρβλ. ευ πορία, οδοι πορία] …   Dictionary of Greek

  • πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …   Dictionary of Greek

  • АПОРИЯ — (от греч. aporia затруднение, недоумение) трудноразрешимая проблема, связанная с противоречием между данными опыта и их мысленным анализом. Наиболее известны А., сформулированные др. греч. философом Зеноном Элейским. В А. «Ахилл» говорится о том …   Философская энциклопедия

  • μισθοπορία — μισθοπορία, ἡ (Μ) η παροχή μισθού, η μισθοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πορία (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”