- εὐ-παρ-ηγόρητος
εὐ-παρ-ηγόρητος u. εὐπαρήγορος, leicht zu trösten, Phalaris ep. 55 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-παρ-ηγόρητος u. εὐπαρήγορος, leicht zu trösten, Phalaris ep. 55 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρηγόρητος — η, ο (ΑΜ εὐπαρηγόρητος, ον) αυτὸς που παρηγορείται εύκολα μσν. αυτός που παρηγορεί εύκολα αρχ. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα. επίρρ... εὐπαρηγορήτως και δ. τ. ευπαρηγόρως (Α) με τρόπο που φέρνει την παρηγορία, με ψυχική… … Dictionary of Greek