- εὐ-παρ-όρμητος
εὐ-παρ-όρμητος, leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-παρ-όρμητος, leicht in Bewegung zu setzen, aufzuregen, Arist. rhet. 2, 2, = καὶ ὀργίλοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρόρμητος — εὐπαρόρμητος, ον (Α) αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ορμώ (πρβλ. α παρ όρμητος)] … Dictionary of Greek