- εὐ-προ-φάσιστος
εὐ-προ-φάσιστος, leicht vorzuschützen, αἰτία Thuc. 6, 105; wobei man leicht Ausflüchte machen kann, leicht zu entschuldigen, App. Pun. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-προ-φάσιστος, leicht vorzuschützen, αἰτία Thuc. 6, 105; wobei man leicht Ausflüchte machen kann, leicht zu entschuldigen, App. Pun. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπροφάσιστος — εὐπροφάσιστος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής 2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» είναι εύλογο 3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. επίρρ... εὐπροφασίστως (ΑΜ) με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ φασίζομαι… … Dictionary of Greek