καῦκος

καῦκος

καῦκος, ὁ, = καυκαλίς, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καύκος — (I) καῡκος, ὁ (Μ) είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (II) και καύχος, ο (Μ καῡκος και καῡχος) εραστής, ερωμένος νεοελλ. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα (II) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • καῦκοι — καῦκος cup masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί …   Dictionary of Greek

  • ковчег — укр. ковчег, др. русск., ст. слав. ковъчегъ κιβωτός, θήκη (Еuсh. Sin., Супр.), болг. ковчег, сербохорв. ко̀вче̑г ящик, ларь . Вост. происхождения; ср. чагат. kорur сосуд , koburčak коробка (откуда венг. koporso), кюэр. koɣur гроб , монг. qagurčaq …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… …   Dictionary of Greek

  • καυκοδιάκονος — καυκοδιάκονος, ὁ (Μ) αυτός που προσκόμιζε τα ποτήρια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος «ποτήρι, κύπελλο» + διάκονος «υπηρέτης»] …   Dictionary of Greek

  • καυκοπινάκιον — καυκοπινάκιον, το (Μ) βαθύ πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καῡκος (I) «κύπελλο» + πινάκιον «πιάτο»] …   Dictionary of Greek

  • καύχος — (I) ο (Μ καῡχος) βλ. καύκος. (II) καῡχος, το (ΑΜ) [καυχώμαι] καύχηση, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • cauc — CAÚC1, cauce, s.n. 1. Potcap purtat de călugări. 2. Acoperământ de cap, înalt şi rotund, făcut din pâslă, pe care îl purtau în trecut boierii şi, uneori, femeile. – Din tc. kavuk. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  CAÚC2, cauce, s.n.… …   Dicționar Român

  • καῦκον — neut nom/voc/acc sg καῦκος cup masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύκων — καῦκον neut gen pl καῦκος cup masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”