γαῦρος

γαῦρος

γαῦρος, ον (ΓΑF, s. γαίω), freudig, fröhlich, καὶ ἱλαρός Plut.; gew. stolz, sich brüstend, ὄλβῳ Eur. Suppl. 862; vgl. 229; βοστρύχοις Archil. frg. 33; γαῦρος φρονήματι Plut. Rom. 18, wie Rufin. 37 (V, 27); καὶ μετέωρος Luc. Nigr. 5; oft in der Anth. μὴ γαῠρα φρυάσσου Mal. 22 (XII, 33); αὐχήν Iul. Aeg. 12 (Plan. 203); νέμεσις ἣ τὰ γαῦρ' ἐποπτεύει Babr. 43, 6; Sp. auch im guten Sinne, ehrwürdig, Scheu einflößend, D. Cass. 68, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαῦρος — exulting in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — ο είδος μικρού ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάβρος ή γαύρος — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό και ως αντζούγα, πολύ διαδεδομένο στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο Πόντο, στη Βαλτική και στον Ατλαντικό, κατά μήκος των ακτών της Ευρώπης και στης βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολη. Το… …   Dictionary of Greek

  • γαῦρον — γαῦρος exulting in masc/fem acc sg γαῦρος exulting in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦρα — γαῦρος exulting in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦρε — γαῦρος exulting in masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦροι — γαῦρος exulting in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάβρος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • γκάουρ — (gaur).Μηρυκαστικό αρτιοδάκτυλο ζώο της οικογένειας των βοοειδών. Έχει ογκώδες κοντόχοντρο σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ρύγχος και ένα κύρτωμα στην αρχή της ράχης. Το γ. έχει ύψος περίπου 1,80 μ.· ο λαιμός του δεν έχει τράχηλο· το κεφάλι έχει δύο… …   Dictionary of Greek

  • γαυροτέρα — γαῡροτέρᾱ , γαῦρος exulting in fem nom/voc/acc comp dual γαῡροτέρᾱ , γαῦρος exulting in fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”