- κνῑδόω
κνῑδόω, = κνιδάω?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῑδόω, = κνιδάω?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… … Dictionary of Greek