- κνῑσο-λοιχός
κνῑσο-λοιχός, s. κνισσολοιχός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῑσο-λοιχός, s. κνισσολοιχός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραπεζολοιχός — όν, Α (κατά το λεξ. Σούδα) παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + λοιχός (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, κνισο λοιχός] … Dictionary of Greek