- κνῆμα
κνῆμα, τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῆμα, τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήμα — κνῆμα, τὸ (Α) κνήσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα*] … Dictionary of Greek
κνήμας — κνήμᾱς , κνήμη part between knee and ankle fem acc pl κνήμᾱς , κνήμη part between knee and ankle fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημάων — κνημά̱ων , κνήμη part between knee and ankle fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμαι — κνήμᾱͅ , κνήμη part between knee and ankle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek