- κνῆσμα
κνῆσμα, τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῆσμα, τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήσμα — κνῆσμα, τὸ (AM) [κνω] μσν. ερεθισμός τού δέρματος, φαγούρα αρχ. 1. δάγκωμα 2. στον πληθ. τὰ κνήσματα ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα 3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» χτένα … Dictionary of Greek
κνῆσμα — scrapings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμα — κνῆμα, τὸ (Α) κνήσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα*] … Dictionary of Greek
κνησμονή — η (AM κνησμονή) ο κνησμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)] … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
κνησμάτων — κνη̱σμάτων , κνῆσμα scrapings neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήσμασι — κνή̱σμασι , κνῆσμα scrapings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήσμασιν — κνή̱σμασιν , κνῆσμα scrapings neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήσματα — κνή̱σματα , κνῆσμα scrapings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary