- κνῆστρον
κνῆστρον, τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνῆστρον, τό, 1) = κνηστήριον, Hippocr. – 2) = κνέωρος, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήστρον — κνῆστρον, τὸ (Α) [κνω] τσουκνίδα που προκαλεί κνησμό … Dictionary of Greek
κνῆστρον — stinging plant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήστρου — κνῆστρον stinging plant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήστρῳ — κνῆστρον stinging plant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ … Dictionary of Greek
κνηστρίον — κνηστρίον, τὸ (Α) ξέστης, τρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆστρον + υποκορ. κατάλ. ίον] … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek