γνώμων

γνώμων

γνώμων, ονος, ὁ, 1) Kenn er, Beurtheiler; ϑεσφάτων Aesch. Ag. 1126; τῶν παραχρῆμα δι' ἐλαχί. στης βουλῆς Thuc. 1, 138; γλῶττα τούτων (τῶν αἰσϑήσεων) γνώμων ἐνειργάσϑη Xen. Mem. 1, 4, 5; in Athen der Aufseher der heiligen Oelbäume, B. A. p. 228; Lys. 7. 25; vgl. Harpocr. – 2) Zeiger an der Sonnenuhr, ὡρολογίων Plut.; die Sonnenuhr selbst, Her. 2, 109; die Wasseruhr, Ath. II, 42 b. – 3) der Kennzahn, an dem man das Alter der Pferde u. Esel erkennt, Poll. 1, 182; Xen. de re equ. 3, 1; Arist. H. A. 6, 23. – 4) Richtschnur, καὶ στάϑμη Theogn. 543; καὶ κανὼν τοῦ βίου Luc. Hermot. 76; vgl. Harmon. 3; Winkelmaaß, Arist. Categ. 14, 4. Bei Euclid. def. 2 das eine Diagonal-Parallelogramm mit den beiden Complementen, welche zusammen das andere Diagonal-Parallelogramm zum Ganzen ergänzen. So auch von Zahlen, welche ein Quadrat zum nächst höheren ergänzen, vgl. Ast Theol. arithm. 285 u. Böckh Philol. p. 143.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γνώμων — one that knows masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμων — (Αστρον.).Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού. Είναι κυρίως γνωστός με την ονομασία Νόρμα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Σκορπιό, Θήριο, Διαβήτη, Νότιο Τρίγωνο και Βωμό και αποτελείται από 27 αστέρια που διακρίνονται με γυμνό μάτι.… …   Dictionary of Greek

  • γνωμῶν — γνώμη means of knowing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμόνεσσι — γνώμων one that knows masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμόνεσσιν — γνώμων one that knows masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμόνων — γνώμων one that knows masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονα — γνώμων one that knows masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — γνώμων one that knows masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονες — γνώμων one that knows masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονι — γνώμων one that knows masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονος — γνώμων one that knows masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”