- κνήμ-αργος
κνήμ-αργος, heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνήμ-αργος, heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] … Dictionary of Greek
πόδαργος — (podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές… … Dictionary of Greek