κίλλιος, dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
κίλλιον — κίλλιος ass coloured masc acc sg κίλλιος ass coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)