- κίνητρον
κίνητρον, τό, Werkzeug zum Bewegen od. Umrühren, Eust. 1675, 57 u. Schol. Nic. Th. 109. S. κίνηϑρον u. κινητήριος:
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνητρον, τό, Werkzeug zum Bewegen od. Umrühren, Eust. 1675, 57 u. Schol. Nic. Th. 109. S. κίνηϑρον u. κινητήριος:
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίνητρον — ladle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
κίνητρο — το (ΑΜ κίνητρον) όργανο με το οποίο κινεί κάποιος κάτι νεοελλ. 1. η σιδερένια ράβδος με την οποία οι μεταλλουργοί μετακινούν πυρακτωμένες ή λειωμένες ύλες 2. μτφ. αίτιο, ελατήριο ή ερέθισμα προς μία ενέργεια ή απόφαση (α. «κίνητρο τού φόνου ήταν… … Dictionary of Greek