- κίβος
κίβος, = κιβώτιον, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίβος, = κιβώτιον, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίβος — (Cebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των κιβιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, που ζουν σε διάφορες τροπικές και υποτροπικές ζώνες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Ο κ. ο καπουτσίνος είναι το κυριότερο είδος που περιγράφηκε από… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia