- κίναμον
κίναμον, τό, = κίνναμον, Nic. Th. 947.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίναμον, τό, = κίνναμον, Nic. Th. 947.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίναμον — κίναμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο … Dictionary of Greek
κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το … Dictionary of Greek