- κίσθος
κίσθος, ὁ, dasselbe; Mnesimach. bei Ath. IX, 403 d; Theophr.; auch κισϑός geschrieben; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίσθος, ὁ, dasselbe; Mnesimach. bei Ath. IX, 403 d; Theophr.; auch κισϑός geschrieben; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίσθος — και κισθός, ὁ (Α) ο μικρός θάμνος κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] … Dictionary of Greek
κισθός — rock rose masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισθοῦ — κισθός rock rose masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισθόν — κισθός rock rose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… … Dictionary of Greek
Cistus salviifolius — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) … Wikipedia
κίσθαρος — ο (Α κίσθαρος) είδος τού φυτού κίστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος + επίθημα αρος (πρβλ. κίσσ αρος, κόμ αρος)] … Dictionary of Greek
υποκιστίς — και ὑποκισθίς, ίδος, και ὑπόκιστις, ίστιδος, ἡ, Α παράσιτο φυτό που φύτρωνε στις ρίζες τού κίστου και τού οποίου ο χυμός χρησίμευε ως φάρμακο, ὀρόβηθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κίστος / κίσθος, είδος φυτού + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek