κίσσωσις, ἡ, das Bekränzen mit Epheu, Inscr. I p. 483.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίσσωσις — κίσσωσις, αττ. τ. κίττωσις, ἡ (Α) [κισσώ (II)] η στέψη με κισσό … Dictionary of Greek
κίττωσις — κίττωσις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. κίσσωσις … Dictionary of Greek