- κίρκινος
κίρκινος, ὁ, der Zirkel, circinus, Galen., s. καρκίνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίρκινος, ὁ, der Zirkel, circinus, Galen., s. καρκίνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κίρκινος — κίρκινος, ὁ (Α) το μαθηματικό όργανο διαβήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circinus] … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek