κίρα

κίρα

κίρα u. κίραφος, nach Hesych. bei den Lakoniern der Fuchs, κίδαφος?


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίρα — κίρᾱ , κίρα fox fem nom/voc/acc dual κίρᾱ , κίρα fox fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίραφος — κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση τού κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla …   Wikipédia en Français

  • Сину, Кира — Кира Сину (греч. Κίρα Σίνου; 12 марта 1923(19230312), Ростов на Дону 27 сентября 2007, Афины) греческая писательница, переводчица. Содержание 1 Биография 2 Сочинения …   Википедия

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Νεκράσοφ, Βίκτορ — (Victor Nekrasov, Κίεβο 1911 –). Ουκρανός συγγραφέας, αρχιτέκτονας και σκηνοθέτης του θεάτρου. Πολέμησε στο Στάλινγκραντ και επιβλήθηκε αργότερα με το έργο Τα χαρακώματα του Στάλινγκραντ (1946), που είναι πολεμικό, γραμμένο με ειλικρίνεια και… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • chirie — CHIRÍE, chirii, s.f. Sumă plătită în schimbul folosirii temporare a unui lucru (mai ales a unei locuinţe). ♢ loc. adj. şi adv. Cu chirie = (care este dat cuiva) pentru folosire temporară în schimbul unei plăţi. – Din bg., scr. kirija. Trimis de… …   Dicționar Român

  • k̂ei-2 —     k̂ei 2     English meaning: a kind of dark colour     Deutsche Übersetzung: in Farbbezeichnungen, meist for dunkle Farben     Note: (see also k̂ē ro )     Material: O.Ind. si ti “white”, sitiŋ g a “whitish”; Gk. κίραφος, κίρα “fox” Hes.,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”