- κέλωρ
κέλωρ, ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέλωρ, ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέλωρ — κέλωρ, ωρος, ὁ (Α) 1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος 3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker «αυξάνω») και συνδέεται… … Dictionary of Greek
κέλωρ — son masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελώροιν — κέλωρ son masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελώρων — κέλωρ son masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρα — κέλωρ son masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρας — κέλωρ son masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρε — κέλωρ son masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρες — κέλωρ son masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρι — κέλωρ son masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρος — κέλωρ son masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλωρσι — κέλωρ son masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)