γέννημα

γέννημα

γέννημα, τό, 1) das Erzeugte, Kind, Soph. O. R. 1167 Ant. 623; Werk, ϑεοῦ Plat. Soph. 266 b u. sonst; von Früchten, Pol. 3, 87, 1; γεννήματα ἐχιδνῶν Matth. 3, 7; vgl. Phryn. p. 286. – 2) Bei Plat. Soph. 266 d hat es akt. Bdtg, das Hervorbringen, wie bei Aesch. Prom. 852 = Erzeugen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέννημα — that which is produced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… …   Dictionary of Greek

  • γέννημα — το 1. το τέκνο, ο γόνος: Είναι γέννημα θρέμμα της Κρήτης. 2. μτφ., δημιούργημα, πλάσμα, προϊόν: Τα οράματα που λέει ότι βλέπει είναι γεννήματα της φαντασίας του. 3. συνήθ. στον πληθ., γεννήματα οι καρποί των δημητριακών: Γενήκαν τα γεννήματα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γέννημ' — γέννημα , γέννημα that which is produced neut nom/voc/acc sg γέννημι , γεννάω beget pres ind act 1st sg γέννημαι , γεννάω beget pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννημάτων — γέννημα that which is produced neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννήμασι — γέννημα that which is produced neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννήμασιν — γέννημα that which is produced neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννήματα — γέννημα that which is produced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννήματι — γέννημα that which is produced neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεννήματος — γέννημα that which is produced neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”