γένεθλον

γένεθλον

γένεθλον, τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ ϑνητῶν γένεϑλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γένεθλον — γένεθλον, το (Α) 1. γενιά, καταγωγή 2. γόνοι, απόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού γίγνομαι* + (επίθημα) θλο , παράλληλος τ. τού γενέθλη*] …   Dictionary of Greek

  • γένεθλον — race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλοις — γένεθλον race neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῳ — γένεθλον race neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένεθλα — γένεθλον race neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • -θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής …   Dictionary of Greek

  • αλλογένεθλος — ἀλλογένεθλος, ον (Α) ο αλλογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γένεθλον] …   Dictionary of Greek

  • γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγένεθλος — καλλιγένεθλος, ον (Α) 1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος 2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο γένεθλος, πρεσβυ γένεθλος] …   Dictionary of Greek

  • καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”