πτορθεῖον, τό, = πτόρϑος, Nic. Al. 267.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτορθείον — τὸ, Α [πτόρθος] μικρός πτόρθος*, βλασταράκι … Dictionary of Greek
πτορθεῖα — πτορθεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)