- κέγχρων
κέγχρων, ωνος, ὁ, ein am Phasis wehender Wind, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέγχρων, ωνος, ὁ, ein am Phasis wehender Wind, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέγχρων — κέγχρων> ὁ (Α) τοπικός άνεμος που πνέει στον ποταμό Φάσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τη λ. κέρχνος, με σημ. «βραχνάδα», δεν φαίνεται πιθανή] … Dictionary of Greek
κέγχρων — κέγχρος millet masc gen pl κέγχρων Aër. masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)