κένωμα

κένωμα

κένωμα, τό, das Leergemachte, der leere Raum, Zwischenraum, Pol. 6, 31, 9 u. Sp.;ἰατρικόν, Ausleerung, Reinigung, Plut. de Is. et Osir. 75.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κένωμα — empty space neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… …   Dictionary of Greek

  • κένωμα — το, ατος η πράξη του κενώνω, άδειασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κενωμάτων — κένωμα empty space neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώμασι — κένωμα empty space neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώματα — κένωμα empty space neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώματι — κένωμα empty space neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενώματος — κένωμα empty space neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακένωμα — διακένωμα, το (Α) [κένωμα] κενό, κενός χώρος …   Dictionary of Greek

  • κενέωμα — κενέωμα, τὸ (Α) [κενώ] κένωμα («κενέωμα τάφου» κενοτάφιο επιγρ …   Dictionary of Greek

  • Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”