γένυς

γένυς

γένυς, υος, ἡ (vgl. γένειον), der Kinnbacken; Hom. dreimal, plur.: Iliad. 23, 688 χρόμαδος γενύων, von Menschen; 11, 416 ϑήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν, von einem Eber; Odyss. 11, 320 πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνϑῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανϑέι λάχνῃ, var. lect. γένυν, accus. pl. γένῡς statt γένυας, vgl. Scholl. – Bei den Folgden: 1) im singul., der untere Kinnbacken, das Kinn; Eur. Phoen. 63; Xen. Cyn. 5, 10; Aristot. Hist. A. 1, 9, 6 ἔτι σιαγόνες δύο· τούτων τὸ πρόσϑιον γένειον, τὸ δ' ὀπίσϑιον γένυς. Häufig im plur. beide Kinnladen, der Mund mit den Zähnen; öfter Pind. von Pferden; Aesch. Sept. 115 u. Eur. Herc. fur. 384; Arist. de anim. 3, 7 u. Sp.; vgl. noch Eur. Phoen. 1389 ἀγρίαν ϑήγοντες γένυν. – 2) (vgl. γενηΐς) Schärfe des Beils, Beil, ἀμφήκης Soph. El. 476; vgl. Phil. 1190 u. sp. D.; auch vom Angelhaken, ἀγκίστροιο γ. Opp. H. 3, 539; πυράγρης Nic. Al. 50. [γένῡν El. 1214.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γένυς — ( υος), η (Α) 1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι 2. πληθ. αἱ γένυες η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια 3. μάγουλο 4. η κόψη τού τσεκουριού 5. το τσεκούρι 6. το άκρο τού αγκιστριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και… …   Dictionary of Greek

  • γένυς — γένῡς , γένυς jaw fem acc pl γένυς jaw fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσιν — γένυς jaw fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσσι — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσσιν — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύων — γένυς jaw fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυ — γένυς jaw fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυας — γένυς jaw fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυες — γένυς jaw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυν — γένυς jaw fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυος — γένυς jaw fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”