- κένταυρος
κένταυρος, ὁ, s. nom. pr. Nach Hesych. hießen so auch οἱ παιδερασταί, vgl. Phot.; auch = τὸ γυναικεῖον μόριον, Eust. Od. 21, 296 u. Phot. aus Theop. com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κένταυρος, ὁ, s. nom. pr. Nach Hesych. hießen so auch οἱ παιδερασταί, vgl. Phot.; auch = τὸ γυναικεῖον μόριον, Eust. Od. 21, 296 u. Phot. aus Theop. com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κένταυρος — brigands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Κένταυρος — Sp Keñtavras Ap Κένταυρος/Kentavros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κένταυρος — ο τέρας της μυθολογίας που ήταν μισός άλογο και μισός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέσσος — Κένταυρος. Τον σκότωσε ο Ηρακλής επειδή είχε επιχειρήσει να απαγάγει τη σύζυγό του Δηιάνειρα. «Ο Κένταυρος Νέσσος παλεύει με τον Ηρακλή», γλυπτό της ελληνιστικής περιόδου (Πινακοθήκη Φλωρεντίας) … Dictionary of Greek
Φόλος — Κένταυρος, γιος του Σειληνού και μιας από τις νύμφες. Ήταν αγαθός και φιλόξενος. Κάποτε υποδέχτηκε τον Ηρακλή, που περνούσε από εκεί, και άνοιξε γι’ αυτόν ένα πιθάρι με παλιό κρασί. Ήταν τόση η ευωδιά του κρασιού αυτού, ώστε μαζεύτηκαν γρήγορα… … Dictionary of Greek
Κενταύροιο — Κένταυρος brigands masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύροις — Κένταυρος brigands masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύροισι — Κένταυρος brigands masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύροισιν — Κένταυρος brigands masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύρου — Κένταυρος brigands masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)