- κέαρνον
κέαρνον, τό, Holzart, zum Spalten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέαρνον, τό, Holzart, zum Spalten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέαρνον — κέαρνον, τὸ (Α) εργαλείο τού ξυλουργού και τού βυρσοδέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεάζω, κατά το σκέπαρνον] … Dictionary of Greek
κέαρνα — κέαρνον carpenter s axe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 … Dictionary of Greek
k̂es- — k̂es English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: O.Ind. süsti, sásati “cuts, slices, metzelt”, sasta ḥ “niedergemetzelt”, sástrá n. “knife, Dolch”, süsá m. ‘schlachtmesser”; Gk. κεάζω ‘split”, εὐ κέατος… … Proto-Indo-European etymological dictionary
METALS AND MINING — In the Bible Six metals are mentioned in the Bible and in many passages they are listed in the same order: gold, silver, copper, iron, tin, and lead. Antimony is also mentioned. The metals are referred to in various contexts, including methods of … Encyclopedia of Judaism