- κέφαλος
κέφαλος, ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe, Ath. VII, 307 b, vgl. Arist. H. A. 5, 11. 8, 2 M.; Opp. Hal. 3, 482; Ael. H. A. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέφαλος, ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe, Ath. VII, 307 b, vgl. Arist. H. A. 5, 11. 8, 2 M.; Opp. Hal. 3, 482; Ael. H. A. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κέφαλος — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
Κέφαλος — Sp Kèfalas Ap Κέφαλος/Kefalos L P. Sporados (Koso s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Кефал — (Κέφαλος) сын Деиона или Деионея, сына Эола, царя Фокиды. Из Фокиды К. переселился в Аттику и стал царствовать в Форике, одном из 12 ти древнейших государств Аттики, на юго восточной оконечности ее. К северо западу от Форика находился дем Кефале… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κεφάλοιο — Κέφαλος mullet masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοιο — κέφαλος mullet masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοις — κέφαλος mullet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοισιν — κέφαλος mullet masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφάλου — Κέφαλος mullet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)