πτακισμός, ὁ, Schüchternheit, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτακισμός — shyness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτακισμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + ισμός μέσω αμάρτυρου ρ. *πτακ ίζω] … Dictionary of Greek