- κέστρον
κέστρον, τό, 1) eine gewürzige Pflanze, betonica officinalis, Diosc. – 2) (κεντέω) ein spitziges Eisen, Griffel u. dgl., VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέστρον, τό, 1) eine gewürzige Pflanze, betonica officinalis, Diosc. – 2) (κεντέω) ein spitziges Eisen, Griffel u. dgl., VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέστρον — cestros neut nom/voc/acc sg κέστρος sharpness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέστρου — κέστρον cestros neut gen sg κέστρος sharpness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέστρων — κέστρον cestros neut gen pl κέστρος sharpness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέστρο — (Cestrum). Γένος αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σολανιδών, που περιλαμβάνει αρκετά είδη δηλητηριωδών φυτών των τροπικών περιοχών της Αμερικής. Πολλά από αυτά καλλιεργούνται και σε κήπους ως διακοσμητικά, όπως τα είδη κ. το… … Dictionary of Greek
κέστρωσις — κέστρωσις, ἡ (Α) είδος εγκαυστικής ζωγραφικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κεστρῶ] … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
κεστρίτης — κεστρίτης, ὁ (Α) [κέστρον] φρ. «κεστρίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με το αρωματικό φυτό κέστρο … Dictionary of Greek
κεστροφόρος — κεστροφόρος, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που μεταφέρει τα βέλη τα οποία ονομάζονταν κέστροι 2. αυτός που χρησιμοποιεί το εργαλείο κέστρον για την εγκαυστική ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κεστρωτός — κεστρωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκληρυνθεί στο άκρο του με τη φωτιά 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό εργαλείο κέστρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κεστρῶ] … Dictionary of Greek
κέστρα — κέστρᾱ , κέστρα hammer fem nom/voc/acc dual κέστρᾱ , κέστρα hammer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κέστρον cestros neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
k̂ent- — k̂ent English meaning: to stick Deutsche Übersetzung: ‘stechen” Material: Gk. κεντέω (seit dem 5. Jhd.; older:) *κέντω, Aor. κένσαι “prick”, κέντρον ‘sting, prick” (forms ro ) “ pricking “, κέντωρ “Anstachler” (to κέντρον shaped… … Proto-Indo-European etymological dictionary