κέραμβος

κέραμβος

κέραμβος, ὁ, = Folgdm, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κέραμβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της νύμφης Ειδοθέας και εγγονός του Ποσειδώνα. Υπήρξε βοσκός στην Όθρυ, όπου διασκέδαζε τις νύμφες, τραγουδώντας και παίζοντας λύρα ή σύριγγα. Παράκουσε όμως τον Πάνα και ειρωνεύτηκε τις νύμφες, οι οποίες τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”