- ζέρνα
ζέρνα, ἡ, = κύπειρον, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζέρνα, ἡ, = κύπειρον, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζέρνα — η (Μ ζέρνα) βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κύπειρος η στρογγυλόρριζος, αλλ. κύπερη, τρουπαλάκι … Dictionary of Greek
ζέρναν — ζέρνᾱν , ζέρνα fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέρνης — ζέρνα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)