γέργυρα

γέργυρα

γέργυρα, ἡ, = γόργυρα, Alcm. in B. A. 233.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόργυρα — και ιων. τ. γοργύρη και δωρ. τ. γέργυρα, η (Α) 1. υπόνομος 2. υπόγεια φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., αναδιπλασιασμένος τύπος, που συνδέεται πιθ. με το γαργαρίζω*. Ο δωρ. τ. γέργυρα, που μαρτυρείται στον Αλκμάνα, είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”