- κάῤῥον
κάῤῥον, τό, Karre, Wagen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάῤῥον, τό, Karre, Wagen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάρρον — car neut nom/voc/acc sg κάρρος car masc acc sg κάρρων stronger masc/fem voc sg κάρρων stronger neut nom/voc/acc sg κρείσσων stronger masc/fem voc comp sg (doric) κρείσσων stronger neut nom/voc/acc comp sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρρα — κάρρον car neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρρων — κάρρον car neut gen pl κάρρος car masc gen pl κάρρων stronger masc/fem nom sg κρείσσων stronger masc/fem nom comp sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια … Dictionary of Greek
κάρρο — το (AM κάρρον) βλ. κάρο … Dictionary of Greek
καραγωγέας — και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το … Dictionary of Greek
καραγός — καραγός, ὁ (Μ) 1. πρόχειρος από μεταγωγικές άμαξες και αγκαθωτά σίδερα προφυλακτικός περίβολος στρατοπέδου που χρησιμοποιούνταν για να εμποδίζεται η πορεία τού εχθρού και τών πολεμικών μηχανών 2. στον πληθ. οἱ καραγοί το σύνολο τών μεταγωγικών… … Dictionary of Greek
καρρίον — καρρίον, τὸ (Α) φρ. «καρρίον καθεδρωτόν» πολεμικό άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. θηρ ίον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
καρρόθεν — (Α) επίρρ. από κάτι καλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός τού καλῶς) + κατάλ. θεν* (πρβλ. θεμελιό θεν, ουρανό θεν)] … Dictionary of Greek