- κάλλεα
κάλλεα, τά, = κάλλαια, VLL., vgl. Ael. N. A. 11, 26. 15, 1. 5, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλλεα, τά, = κάλλαια, VLL., vgl. Ael. N. A. 11, 26. 15, 1. 5, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλέα — καλλέᾱ , καλλέας masc nom/voc/acc dual καλλέας masc voc sg καλλέᾱ , καλλέας masc voc sg (attic) καλλέᾱ , καλλέας masc gen sg (doric aeolic) καλλέας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλεα — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλέαν — καλλέᾱν , καλλέας masc acc sg (attic epic doric aeolic) καλλέας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλε' — κάλλεα , κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κάλλει , κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (attic epic) κάλλεϊ , κάλλος beauty neut dat sg (epic ionic) κάλλει , κάλλος beauty neut dat sg κάλλεε , κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιά — και κάλλια και κάλλιο (Μ κάλλια και καλλιά και καλλέα) (συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό τού επιθ. κάλλιος*) 1. καλύτερα 2. περισσότερο 3. φρ. α) «κάλλια έχω» προτιμώ β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ. για το καλό μου, σου … Dictionary of Greek