- κάλανδρος
κάλανδρος, ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλανδρος, ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλανδρος — ο (Α κάλανδρος) είδος κορυδαλλού, καλάνδρα*, γαλιάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. νδρος (πρβλ. κορία νδρος, μαίαν νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
γαλιάντρα — Στρουθιόμορφο πτηνό με γκρίζο φτέρωμα και δύο μαύρα στίγματα στις άκρες του στήθους, κάτω από τον λαιμό, με μελωδικό κελάηδημα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κορυδαλλός ο κάλαντρος. Κατασκευάζει τη φωλιά του στο έδαφος και τα αβγά του έχουν… … Dictionary of Greek
calandria — I (Del lat. vulgar *calandria < gr. kharadrios.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Ave paseriforme semejante a la alondra, que vive en páramos y zonas esteparias. (Melanocorypha.) II (Del fr. calandre.) ► sustantivo femenino 1 MECÁNICA Máquina… … Enciclopedia Universal
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
καλάνδρα — (Calandra). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Είναι μικρά, μαύρα ή γαλαζόμαυρα σκαθάρια (κάνθαροι) με μακρύ σώμα και ρύγχος που μοιάζει με προβοσκιδοειδή απόφυση. Τα σημαντικότερα είδη είναι η κ. που προσβάλλει το… … Dictionary of Greek
caier — CÁIER, caiere, s.n. Mănunchi de lână, de in, de cânepă sau de borangic, care se pune în furcă pentru a fi tors manual. [pr.: ca ier] – lat. *caiulus. Trimis de viorelgrosu, 20.04.2008. Sursa: DEX 98 cáier s. n., pl. cáiere Trimis de siveco,… … Dicționar Român
măcăleandru — MĂCĂLEÁNDRU, măcălendri, s.m. Pasăre mică migratoare şi cântătoare, cu penajul cenuşiu şi cu fruntea, părţile laterale ale capului, ale gâtului şi pieptului roşii galbene (Erithacus rubecula rubecula). – cf. ucr. m a k o l i a n d r a. Trimis de… … Dicționar Român
calandria — calandria1 (Del gr. κάλανδρος). 1. f. Pájaro de la misma familia que la alondra, de dorso pardusco, vientre blanquecino, alas anchas, de unos 40 cm de envergadura y pico grande y grueso. 2. com. coloq. Persona que se finge enferma para tener… … Diccionario de la lengua española