- κάλινος
κάλινος, hölzern; p. bei Schol. Ar. Av. 1283; Lycophr. 1418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλινος, hölzern; p. bei Schol. Ar. Av. 1283; Lycophr. 1418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλινος — κάλινος, ίνη, ον (Α) ξύλινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + κατάλ. ινος*] … Dictionary of Greek
καλίνοις — κᾱλίνοις , κάλινος wooden masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίνοισι — κᾱλίνοισι , κάλινος wooden masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίνου — κᾱλίνου , κάλινος wooden masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίνωι — κᾱλίνῳ , κάλινος wooden masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλίνῳ — κᾱλίνῳ , κάλινος wooden masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλινα — κά̱λινα , κάλινος wooden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλινοι — κά̱λινοι , κάλινος wooden masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)