- κάθ-ιδρος
κάθ-ιδρος, = καϑ-ίδρως, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθ-ιδρος, = καϑ-ίδρως, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek