- κάλεσις
κάλεσις, ἡ, das Rufen, zur Erkl. von classis, D. Hal. 4, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλεσις, ἡ, das Rufen, zur Erkl. von classis, D. Hal. 4, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλεσις — κάλεσις, ἡ (AM) [καλώ] κλήση, πρόσκληση αρχ. γραμμ. η ονομαστική πτώση … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek