κάθ-υπνος

κάθ-υπνος

κάθ-υπνος, schläfrig, fest schlafend; κάϑ. ὡς μήκωνα φάρμακον πίνων Parmen. bei Ath. V, 221 b; Arist. probl. 3 E.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • εφύπνιος — ἐφύπνιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ ύπνιος, καθ ύπνιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”