κάννης

κάννης

κάννης, ητος, ὁ, = κάνης, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάννης — κάννα fem gen sg (attic epic ionic) κάννα fem gen sg (attic epic ionic) κατανέω heap imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκαθαρτήρας — ο στρατ. εργαλείο καθαρισμού της κάννης πυροβόλου …   Dictionary of Greek

  • αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… …   Dictionary of Greek

  • διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν …   Dictionary of Greek

  • διαμετρητήρας — ο όργανο με το οποίο μετριέται η διάμετρος διαφόρων αντικειμένων και ειδικότερα τού κοίλου τής κάννης πυροβόλων όπλων …   Dictionary of Greek

  • επιμολύβδωση — η 1. η επικάλυψη μεταλλικής επιφάνειας με στρώμα μολύβδου 2. λεπτότατη επίστρωση μολύβδου στην εσωτερική επιφάνεια τής κάννης τού όπλου που οφείλεται σε παρατεταμένη χρήση μολύβδινων βολίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μολυβδώνω. Η λ. στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • καθαρτήρας — ο (Α καθαρτήρ) [καθαίρω] νεοελλ. όργανο για καθαρισμό, κυρίως ο σχοινοκαθαριστήρας στην άκρη τού οποίου είναι προσδεδεμένο στουπί για τον καθαρισμό τής κάννης τών όπλων αρχ. αυτός που εξαγνίζει, καθαρτής …   Dictionary of Greek

  • κοντάκι — Ξύλινο τμήμα τουφεκιών, πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη, επιτρέποντας την εκτέλεση βολής από τον ώμο. Για αριστερόφθαλμους σκοπευτές, αλλά και σε ιδιαίτερους τύπους τουφεκιών, δινόταν στο κ. ανάλογη κλίση προς τα δεξιά του κατακόρυφου… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

  • ξιφολόγχη — η φορητό όπλο που μοιάζει με το ξίφος και με τη λόγχη και προσαρμόζεται στο άκρο τής κάννης τού τουφεκιού, αλλ. μπαγιονέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + λόγχη. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. bayonette tranchante και μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”