- κάδδιχος
κάδδιχος, ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάδδιχος, ὁ, ein Getreidemaaß von vier χοίνικες, auch heiliges Opferbrot, Hesych. S. καδδίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… … Dictionary of Greek
κάδδιχος — jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδδιχοι — κάδδιχος jar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδδιχον — κάδδιχος jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδδίζω — (Α) [κάδδιχος] ρίχνω την ψήφο στον κάδδιχον*, στην κάλπη, και κατ επέκτ. ρίχνω αποδοκιμαστική ψήφο, αποδοκιμάζω με την ψήφο το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. κεκαδδίσθαι ή κεκαδδεῑσθαι (κατά τα αντίγρ.) ή κεκαδδῆσθαι ή… … Dictionary of Greek