κάνδαυλος

κάνδαυλος

κάνδαυλος, , eine leckere Speise bei den Lydern, von dreifacher Art, Alexis u. A. Ath. XII, 516 c ff. Vgl. κάνδυλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάνδαυλος — και κάνδυλος και εσφ. γρ. κάνδυτος, ὁ (Α) είδος εδέσματος ή γλυκίσματος τών Λυδών, που παρασκευαζόταν με ποικίλους τρόπους («κάνδυλος διὰ λαγῴων καὶ γάλακτος καὶ τυροῡ καὶ μέλιτος πέμμα ἐδώδιμον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • κάνδαυλος — Lydian dish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανδαύλου — κάνδαυλος Lydian dish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανδαύλους — κάνδαυλος Lydian dish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνδαυλον — κάνδαυλος Lydian dish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνδυλος — και κάνδαυλος, ὁ (Α) είδος γλυκίσματος, κατά τον Πολυδ. «ἐξ ἀμύλου, τυροῡ, γάλακτος καί μέλιτος», κάνδαυλος* …   Dictionary of Greek

  • κάνδυτος — κάνδυτος, ὁ (Α) εσφ. γρφ. αντί κάνδαυλος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”